- πυργόβαρις
- -άριδος και -άρεως, ο, ΝΑ, θηλ. πυργόβαρις, ἡ, Ανεοελλ.ναυτ. παλαιός τύπος θωρακισμένου πολεμικού πλοίου η εξέλιξη τού οποίου οδήγησε στα σύγχρονα θωρηκτά και ντρέντνοταρχ.το θηλ. οχυρό με επάλξεις, φρούριο.[ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + βᾶρις «μεγάλη οικία οχυρωμένη»].
Dictionary of Greek. 2013.